- ἱεράρχαι
- ἱεράρχηςpresident of sacred ritesmasc nom/voc plἱεράρχᾱͅ , ἱεράρχηςpresident of sacred ritesmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεράρχης — ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας) ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης (νεοελλ. μσν.) φρ. «οἱ Τρεῑς Ἱεράρχαι» οι τρεις επιφανείς πατέρες τής Εκκλησίας και θεολόγοι τού Δ αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο… … Dictionary of Greek
Νίκαιας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Νίκαια. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 40 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 109 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί… … Dictionary of Greek
Παπαμιχαήλ, Γρηγόριος — (Λέσβος 1874 – Αθήνα 1956). Θεολόγος και συγγραφέας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Λέσβο, στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού (Ιεροσόλυμα), στη Χάλκη και στη Σάμο, σπούδασε θεολογία στην Πετρούπολη. Δίδαξε θεολογικά μαθήματα στη Σχολή του… … Dictionary of Greek
АМФИЛОХИЙ — [греч. ̓Αμφιλόχιος] (ок. 340 или 345, вероятно, в Каппадокии после 394), свт. (пам. 23 нояб.), еп. Иконийский. Один из великих каппадокийских отцов Церкви. Свт. Амфилохий. Минейная икона. Кон. XIX в. (ЦАК МДА) Фрагмент Свт. Амфилохий. Минейная… … Православная энциклопедия